ἀραγμός

ἀραγμός
ἀραγμός
clashing
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αραγμός — ἀραγμός, ο (Α) [αράσσω] 1. χτύπος από σύγκρουση, κρότος, πάταγος 2. τριγμός, τράνταγμα …   Dictionary of Greek

  • ἀραγμοῖς — ἀραγμός clashing masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀραγμοῦ — ἀραγμός clashing masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀραγμούς — ἀραγμός clashing masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀραγμῶν — ἀραγμός clashing masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀραγμόν — ἀραγμός clashing masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”